- τρυχηρός
- -ά, -όν, Α1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος2. βασανιστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός* (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυχηρά — τρῡχηρά , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc pl τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc/acc dual τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυχηρόν — τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged masc acc sg τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
τρυχηρᾷ — τρῡχηρᾷ , τρυχηρός ragged fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)